Ομοιοστατικό σύστημα υπεύθυνο για τον έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και της διατήρηση ισορροπίας υγρών και ηλεκτρολυτών
Η αγγειοτενσίνη Ι (δεκαπετίδιο) προκύπτει από το αγγειoτενσινογόνο με τη δράση της ρενίνης (η ρενίνη παράγεται στα νεφρά ως αποτέλεσμα της ενδονεφρικής πίεσης). Η αγγειοτενσίνη δεν φαίνεται να παίζει κάποιο βιολογικό ρόλο και μάλλον υπάρχει μόνο ως πρόδρομη μορφή της αγγειοτεσνίνης ΙΙ (οκταπεπτίδιο). Η αγγειοτενσίνη ΙΙ προκύπτει από το καρβοξυτελικό άκρο της αγγειοτενσίνης Ι μέ τη βοήθεια του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης, (ΑCE, (angiotensin-converting enzyme), που βρίσκεται κυρίως στα τριχοειδή των πνευμόνων. Η αγγειοτεσνίνη ΙΙ δρά ως ορμόνη που προκαλεί σύσπαση των λείων μυικών ινών των αγγείων, σύσπαση των αγγείων με αποτέλεσμα αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ επίσης προκαλεί την απελευθέρωση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια.
Καταστολή της ACE από αντιυπερτασικά φάρμακα οδηγούν σε ελάττωση της παραγωγής της αγγειοτενσίνης II.Η αγγειοτενσίνη II μετατρέπεται επίσης σε αγγειοτεσνίνη III η κύρια δράση της είναι η επαγωγή παραγωγής ανδροστερόνης .
Το σύστημα της αγγειοτεσνίνης λειτουργεί συνοπτικά ως εξής:
1. Όταν η πίεση του αίματος πέφτει (για συστολική πίεση <100>ρενίνη στην κυκλοφορία του αίματος η ρενίνη χωρίζει το αγγειοτενσινογόνο, σε αγγειοτενσίνη Ι.
2. Η αγγειοτενσίνη Ι, χωρίζεται σε μικρότερα τμήματα δίνοντας και την αγγειοτενσίνη ΙΙ.
3. Η αγγειοτενσίνη ΙΙ προκαλεί την απελευθέρωση αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια.
4. Η αλδοστερόνη προκαλεί κατακράτηση νατρίου και απώλεια καλίου από τα νεφρά. Το αυξημένο νάτριο κατακρατεί νερό μέσα στα αγγεία και αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Επίσης η αγγειοτενσίνη II μετατρέπεται επίσης σε αγγειοτεσνίνη III που έχει μικρότερη αγγειοσυσπατική δράση αλλά έχει προκαλεί επαγωγή παραγωγής ανδροστερόνης.